καθηγεσία

καθηγεσία
η
1) профессура (должность, звание профессора); 2) срок пребывания в должности профессора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθηγεσία" в других словарях:

  • καθηγεσία — η 1. η ιδιότητα του καθηγητή, το αξίωμά του, το έργο του: Έθεσε υποψηφιότητα για πανεπιστημιακή καθηγεσία. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι καθηγητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθηγεσία — η 1. το αξίωμα, το έργο και η ιδιότητα τού καθηγητή 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος καθηγητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθηγητής (αν και το β συνθετικό ηγεσία κανονικά < ηγέτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • υφηγεσία — η το αξίωμα και τα καθήκοντα του υφηγητή (πρβλ. καθηγεσία): Διατριβή για υφηγεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»